- υποστέλλω
- ὑποστέλλω ΝΜΑ [στέλλω](ιδίως σχετικά με ιστίο ή σημαία) κατεβάζω, μαζεύω2. ελαττώνω, μειώνω, περιορίζωνεοελλ.(η προστ. ενεστ.) υπόστειλον! ναυτ. κέλευσμα για την υποστολή σημαίας ή σήματοςαρχ.1. συσφίγγω, κλείνω («τοῑς δακτύλοις ὑπεσταλμένοις», Αρισταίν.)2. αποσύρω3. απομακρύνω («ὑπέστελλε καὶ ἀφώριζε ἑαυτόν», ΚΔ)4. δείχνω φόβο5. αφαιρώ6. (με γεν. πράγματος) είμαι εγκρατής, συγκρατούμαι7. ανήκω8. (αμτβ.) α) αποσύρομαιβ) μένω απαρατήρητοςγ) μειώνομαι σε μέγεθος ή ελαττώνομαι σε όγκο9. μέσ. ὑποστέλλομαια) οπισθοχωρώβ) ζαρώνω από φόβογ) αποκρύπτω ή παραποιώ την αλήθεια από φόβο («οὔτε μέγα οὔτε σμικρὸν ἀποκρυψάμενος... οὐδ' ὑποστειλάμενος», Πλάτ.)10. παθ. εξαιρούμαι11. φρ. «ὑποστέλλω οὐράν»(για σκύλο) βάζω την ουρά στα σκέλια.
Dictionary of Greek. 2013.